- ἀδόξῳ
- ἄδοξοςwithoutmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδοξώ — ἀδοξῶ ( έω) (Α) 1. έχω κακή φήμη, δεν μέ εκτιμούν 2. περιφρονώ, καταφρονώ, δεν εκτιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδοξος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδόξημα] … Dictionary of Greek
ἀδοξῶ — ἀδοξάζω fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀδοξέω to be held in no esteem pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδοξέω to be held in no esteem pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδόξωι — ἀδόξῳ , ἄδοξος without masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… … Hofmann J. Lexicon universale
άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… … Dictionary of Greek
αδόξημα — ἀδόξημα, το (Α) [ἀδοξῶ] έλλειψη δόξας, κακή φήμη, ασημότητα … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
συναδοξώ — έω, Α δυσφημίζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀδοξῶ (< ἄδοξος)] … Dictionary of Greek